Στο Τρένο
Θόρυβος στο τρένο και το κεφάλι του είναι πάλι κουρασμένο
δυσκολεύεται να εστιάσει πάλι κάποιος ζητιάνος παρακαλάει για λεφτά ζητάει συγνώμη για την ενόχληση εγώ συγνώμη που δεν θέλω να δώσω ένας άνθρωπος μιλάει δυνατά στο κινητό σκάσε απλά σκάσε και εκείνη η κοπέλα πώς παραμένει τόσο ήρεμη; Εστιάζει. Στην κοπέλα. Δεν έχει σημασία τι χρώμα έχουν τα μάτια της ή τα μαλλιά της– αυτό εδώ δεν είναι ένα απ’ αυτά τα ποιήματα. Γιατί το μόνο που έχει σημασία τώρα είναι αυτό που αισθάνεται τώρα πως η ψυχή της ίσως να μπορεί να τον ξεκουράσει για λίγο μέχρι την επόμενη στάση. Την πλησιάζει κι εκείνη τον κοιτάζει. Τον κοιτάζει στα μάτια σαν να τον ξέρει – μα δεν τον ξέρει. Εκείνη δεν φοβάται. Λέτε απόψε να είναι εκείνη η βραδιά; Λέτε απόψε να μην ακούσει πως είναι φρικιό να μη νιώσει τον πόνο που μόνο το χαστούκι μιας γυναίκας μπορεί να προσφέρει να μην τον πετάξουν έξω από το τρένο σαν κάποιον ανώμαλο που σπέρνει το κακό; Κάθεται δίπλα της. Εκείνη δεν κουνιέται. Και τότε, φίλοι μου, κάτι απίστευτο συμβαίνει: Ο άντρας, σιωπηλός, φέρνει το κεφάλι του στα πόδια της γυναίκας τα πόδια του απλώνονται στα διπλανά καθίσματα το χέρι του πιάνει το χέρι της ή το χέρι της πιάνει το χέρι του – κανείς δεν ξέρει και η γυναίκα, σιωπηλή, τον χαϊδεύει στα μαλλιά, στο μάγουλο, στη μεγάλη του μύτη και ο άντρας χαμογελάει και τα παγωμένα, ακάλυπτα της πόδια ζεσταίνονται από το δάκρυ του μέχρι το βαγόνι ν’ αδειάσει. Και όλοι όσοι βρέθηκαν εκείνη τη νύχτα στο βαγόνι θα λένε για το βράδυ που δύο ξένοι συναντήθηκαν και αγγίχτηκαν μέχρι η ζωή ξανά να τους τραβήξει. ___ Το παραπάνω ποίημα περιλαμβάνεται στην ποιητική ανθολογία ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΕΣ (εκδόσεις Vakxikon), καθώς και στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη). © Αλέξης Αντωνόπουλος Εικόνα από: http://mmmathinon.blogspot.gr/2011/04/blog-post_11.html |