Όμως
Tα αρώματα της βρεγμένης γης δεν είχαν αλλάξει, ούτε οι ήχοι του αέρα και των κλαριών όταν χορεύουν απαλά, και τα χρώματα έμεναν πιστά στην ίδια απόχρωση. Όλα ήταν ίδια, εκείνος το ήξερε αυτό˙ τα αρώματα και οι ήχοι και τα χρώματα δεν του άφηναν περιθώριο να αμφιβάλλει.
Η σκέψη του ήταν μπερδεμένη εκείνη τη στιγμή. Στο μυαλό του υπήρχαν οι λέξεις ‘‘τα αρώματα’’, και οι λέξεις ‘‘και οι ήχοι’’, και οι λέξεις ‘‘και τα χρώματα’’, και οι λέξεις ‘‘δεν έχουν αλλάξει’’, και μετά υπήρχε η λέξη ‘‘όμως’’. Εκείνος τρόμαξε από τη λέξη ‘‘όμως’’, και κατευθύνθηκε γρήγορα σ’ εκείνη την άγνωστη ήπειρο που αποκαλούμε άγαρμπα ‘‘καρδιά’’, κι εκεί συνάντησε πάλι τον ορισμό που ποτέ δεν βρήκε λέξη, και προσπάθησε να τον καθρεφτίσει˙ πρώτα στις λέξεις ‘‘τα αρώματα’’, στις λέξεις ‘‘και οι ήχοι’’, και στις λέξεις ‘‘και τα χρώματα’’ – έπειτα στα αρώματα, στους ήχους, και στα χρώματα. Προσπάθησε, και ήταν μια γενναία προσπάθεια, ή ίσως απελπισμένη (υπάρχει διαφορά;).
Τώρα η προσπάθεια είχε τελειώσει. Γονάτισε, αγκάλιασε τον σκύλο του.
Μύρισε το βρεγμένο τρίχωμα του σκύλου. Τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά. Τον κοίταξε στα μάτια. Ο σκύλος περίμενε˙ δεν ήταν η πρώτη φορά που το στοργικό πλάσμα με την απρόσεχτη ουρά θα άκουγε ένα μυστικό από εκείνον.
Ο σκύλος είχε χαμηλώσει τα περήφανα αυτιά του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα άκουγε ένα μυστικό από εκείνον, δεν ήταν η πρώτη φορά που το μυστικό που θα άκουγε δεν θα έφτανε ποτέ σε άλλα αυτιά. Όμως (Θεέ μου – αυτή, αυτή η καταραμένη λέξη), ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την ανάσα εκείνου τόσο τρομαγμένη.
Έσφιξε τον σκύλο στην αγκαλιά του. Μύρισε το βρεγμένο τρίχωμα του. Ψιθύρισε τις συλλαβές ντροπιασμένος, προσέχοντας να ειπωθούν τόσο απαλά ώστε να μην είναι βέβαιο αν κάποτε ειπώθηκαν.
‘‘Δεν νιώθω τίποτα πια.’’
___
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Eικόνα από: https://privatemixture.files.wordpress.com/2014/05/p1060025.jpg
Η σκέψη του ήταν μπερδεμένη εκείνη τη στιγμή. Στο μυαλό του υπήρχαν οι λέξεις ‘‘τα αρώματα’’, και οι λέξεις ‘‘και οι ήχοι’’, και οι λέξεις ‘‘και τα χρώματα’’, και οι λέξεις ‘‘δεν έχουν αλλάξει’’, και μετά υπήρχε η λέξη ‘‘όμως’’. Εκείνος τρόμαξε από τη λέξη ‘‘όμως’’, και κατευθύνθηκε γρήγορα σ’ εκείνη την άγνωστη ήπειρο που αποκαλούμε άγαρμπα ‘‘καρδιά’’, κι εκεί συνάντησε πάλι τον ορισμό που ποτέ δεν βρήκε λέξη, και προσπάθησε να τον καθρεφτίσει˙ πρώτα στις λέξεις ‘‘τα αρώματα’’, στις λέξεις ‘‘και οι ήχοι’’, και στις λέξεις ‘‘και τα χρώματα’’ – έπειτα στα αρώματα, στους ήχους, και στα χρώματα. Προσπάθησε, και ήταν μια γενναία προσπάθεια, ή ίσως απελπισμένη (υπάρχει διαφορά;).
Τώρα η προσπάθεια είχε τελειώσει. Γονάτισε, αγκάλιασε τον σκύλο του.
Μύρισε το βρεγμένο τρίχωμα του σκύλου. Τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά. Τον κοίταξε στα μάτια. Ο σκύλος περίμενε˙ δεν ήταν η πρώτη φορά που το στοργικό πλάσμα με την απρόσεχτη ουρά θα άκουγε ένα μυστικό από εκείνον.
Ο σκύλος είχε χαμηλώσει τα περήφανα αυτιά του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα άκουγε ένα μυστικό από εκείνον, δεν ήταν η πρώτη φορά που το μυστικό που θα άκουγε δεν θα έφτανε ποτέ σε άλλα αυτιά. Όμως (Θεέ μου – αυτή, αυτή η καταραμένη λέξη), ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την ανάσα εκείνου τόσο τρομαγμένη.
Έσφιξε τον σκύλο στην αγκαλιά του. Μύρισε το βρεγμένο τρίχωμα του. Ψιθύρισε τις συλλαβές ντροπιασμένος, προσέχοντας να ειπωθούν τόσο απαλά ώστε να μην είναι βέβαιο αν κάποτε ειπώθηκαν.
‘‘Δεν νιώθω τίποτα πια.’’
___
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Eικόνα από: https://privatemixture.files.wordpress.com/2014/05/p1060025.jpg