Η Ήσυχη Συγκάτοικος
"Συγνώμη... συγνώμη για την ενόχληση."
"Δεν ενοχλείς, γλυκέ μου" είπε η ηλικιωμένη κυρία. Του χαμογέλασε, ενώ πότιζε τα λουλούδια της.
Η φωνή της. Ναι, το ήξερε πριν την ακούσει, αλλά πλέον είχε σιγουρευτεί. Ήταν εκείνη.
"Δεν είχα ιδέα..."
"... ότι υπάρχει αυτό το δωμάτιο;" απάντησε η ηλικιωμένη κυρία.
"Ναι. Νόμιζα ότι η πόρτα του δωματίου σας ήταν ντουλάπα. Νιώθω λίγο ηλίθιος."
"Μοιάζει όντως με ντουλάπα, έτσι δεν είναι;" Η ηλικιωμένη κυρία γέλασε.
Θεέ μου, ήταν όντως εκείνη. Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα πολύ νέος, την είχε καλέσει στο τηλέφωνο – ήθελε να τη συγχαρεί για την ποιητική της συλλογή. Είχαν μιλήσει ώρες πολλές τότε, και πριν κατεβάσουν τα ακουστικά, εκείνη τού ζήτησε να της τηλεφωνεί πού και πού˙ "μόνη μου είμαι, είναι όμορφο να μιλάμε για ποιήματα". Εκείνος τότε ήταν πολύ νέος. Δεν είχε καταλάβει, δεν της ξανατηλεφώνησε ποτέ. Κι όταν έφτασε να καταλάβει, είχαν περάσει πια χρόνια. Πού είχε βάλει τον αριθμό της; Εκείνη θα βρισκόταν εκεί για ν' απαντήσει; Και θα μπορούσε άραγε να νικήσει την ντροπή του για όλα τα χρόνια που είχε σιωπήσει απέναντί της;
Τώρα στεκόταν απέναντί της, και δεν ένιωθε ντροπή. Αλλά ήξερε γιατί.
"Νόμιζες τόσο καιρό πως ήσουν μόνος σ' αυτό το σπίτι;" τον ρώτησε γελώντας.
"Ναι."
"Χμ. Η αλήθεια είναι πως είμαι μια ήσυχη συγκάτοικος."
Μάλλον η ηλικιωμένη κυρία δεν ήξερε. Έπρεπε να είναι προσεχτικός˙ δεν έπρεπε να την τρομάξει.
"Κάτσε, γλυκέ μου. Πες μου όλα τα νέα σου. Και θα σου πω κι εγώ τα δικά μου."
Κάθισε. Ξεκίνησε να της μιλάει. Όχι σαν να μιλούσε σε όνειρο˙ η ηλικιωμένη κυρία δεν ήξερε, κι αν το μάθαινε ίσως να τρόμαζε πολύ. Της μιλούσε όπως της είχε μιλήσει τότε, κι εκείνη ευτυχώς δεν υποψιαζόταν τίποτα, κι απόψε στο σπίτι δεν ήταν μόνος.