Ελένη
Παρακολουθούσα την τριμελή οικογένεια με όλη την υπομονή και την προσοχή που τους άξιζε. Τη γλυκιά σύζυγο, τον prince charming σύζυγο, και την αγία πεθερά που ξεχείλιζε από αγάπη για τον γιο της και την αγαπημένη του.
Δύο εναντίον ενός, ναι, αυτό έχει πλάκα. Ας έχουμε μια ψυχή η οποία ξέρει τι συμβαίνει, και υποφέρει, μια ψυχή που ενώ ματώνει, καταλαβαίνει επιτέλους την αληθινή φύση του κόσμου. Πρώτα μίλησε η πεθερά με τη φωνή μου: Ένας ήχος τραχύς, με βάρος και βάθος που καμιά ανθρώπινη φωνή δεν θα μπορούσε να κατακτήσει. Μα ούτε και οι βρισιές δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν από άνθρωπο˙ τέτοιο μίσος, μέσα από τέτοια ποίηση. Πάντα ξεκινάει το ίδιο, με το έκπληκτο βλέμμα, που περιμένει να γελάσει σε μια κακόγουστη –αρρωστημένη μάλλον– φάρσα. Έτσι κι εδώ, η κοπέλα περίμενε, ενώ ο σύζυγος την κοιτούσε χαμογελαστός. Και όταν ο σύζυγος άρχισε να μιλάει με τη φωνή μου, εκείνη ήταν έτοιμη να κλάψει, και άρχισε να κλαίει όταν η πεθερά άρχισε να της ανοίγει μικρές πληγές στο κορμί με το μαχαίρι. Η κοπέλα έτρεχε, και είχες τους λυγμούς πάλι –δεν είχες πολλά ουρλιαχτά, ήταν υπερβολικά τρομοκρατημένη για να ουρλιάζει– κι ενώ συνέχιζα με το όμορφο χέρι της πεθεράς να ανοίγω κομψές πληγές με το μαχαίρι, η σύζυγος ήξερε πως σε λίγο θα πεθάνει. Πλέον μπουσούλαγε –όχι πια προς την πόρτα, εκεί τώρα βρισκόταν ο σύζυγος– αλλά μπουσούλαγε, σαν αυτό το αξιολύπητο σύρσιμο που έβαφε το πάτωμα με αίμα να ήταν ένας τρόπος να κρατήσει λίγη αξιοπρέπεια, ή έστω λίγο χρόνο ακόμα. Μετά από λίγο άρχισα να βαριέμαι, οπότε ήρθε επιτέλους ο σύζυγος, με το δικό του μαχαίρι. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό να την κοιτάει στα μάτια, αφού τα μάτια της θα αναζητούσαν την αγάπη του˙ τους είχα δει ενώ έκαναν έρωτα, είχα δει την αγάπη, ήθελα να τη ζητήσει. Ήθελα να ελπίζει για την αγάπη, μα στα μάτια του να δει μόνο τη δική μου καρδιά. Και έψαξε για την αγάπη στα μάτια του, μα ήδη το μαχαίρι έμπαινε, αργά, στην κοιλιά. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό να μπει αργά. Το μαχαίρι βγήκε αργά και η σύζυγος έκανε ήδη τις τελευταίες της σκέψεις. Όλες οι τελευταίες της σκέψεις τελείωναν με ερωτηματικά. Το μαχαίρι μπήκε ξανά αργά, βγήκε αργά, και η μητέρα ήρθε δίπλα στον γιο, και με τα μαχαίρια τους εργάστηκαν σε τέλειο συγχρονισμό. Πρέπει να συνέχισα αρκετή ώρα αφού το κορίτσι είχε πεθάνει, μου άρεσαν τα χρώματα. Και μετά, όπως πάντα, ήρθε το τελείωμα, το τελευταίο αυτό κομμάτι που αποτελεί το αποκορύφωμα της πράξης. Δίχως αυτό το κομμάτι, το Έργο Τέχνης δεν έχει γεύση. Φεύγω από την πεθερά, φεύγω από τον σύζυγο. Και η πεθερά, και ο σύζυγος, βλέπουν με τα μάτια τους τώρα, βλέπουν τα χρώματα, και καταλαβαίνουν, και δεν μπορούν να μιλήσουν, αλλά ούτε και να κλάψουν, ένας ήχος μονάχα, σαν κάποιο ζώο που δεν θα 'πρεπε να υπάρχει, και τα κορμιά τους τρέμουν, και ξερνάνε, και ο ένας φοβάται τον άλλον και ο ένας φοβάται για τον άλλον. Εγώ ξεκαρδίζομαι στα γέλια όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Δεν θέλω να δείξω την υπογραφή μου. Είμαι μια καλλιτέχνις δίχως εγωισμό. Άλλη μια οικογένεια στα αρχεία, άλλη μια ιστορία να λένε όσοι ασχολούνται με το ''στοιχειωμένο σπίτι στο Χαλάνδρι''. Το σπίτι τώρα είναι άδειο. Βλέπω τους ανθρώπους στον δρόμο από τις μικρές τρύπες στα παντζούρια. Παρακολουθώ έναν κύριο για αρκετή ώρα και τινάζεται˙ ανατριχιάζει. Θα πει κι αυτός πως έφταιγε κάποιο ξαφνικό αεράκι. Ηλίθιοι. Τα ξαφνικά αεράκια έρχονται από τα βλέμματα μας. Ηλίθιοι. Σαν ένα κοπρόσκυλο που νομίζει πως ό,τι νερό και φαγητό καταπίνει δημιουργήθηκε από το αφεντικό του. Μα είναι τυχεροί. Πρέπει να το ομολογήσω. Δεν γνωρίζουν. Και κάποιες στιγμές που καταλαβαίνουν, μπορούν να τις αγνοήσουν και να τις αποκαλέσουν ''στιγμές τρέλας''. Δεν μαθαίνουν μέχρι τέσσερις, πέντε μέρες αφού σταματήσει η καρδιά, και το σώμα πάψει να φυλάει την ψυχή. Δεν έχουν πολύ χρόνο, σίγουρα, ωστόσο είναι χρόνος που ζηλεύω. Ζηλεύω. Εγώ δεν έχω αεράκια να μου κρύψουν αυτό που αισθάνομαι. Ζηλεύω. Ζηλεύω τον χρόνο τους. Την άγνοια τους. Και τα Έργα Τέχνης μου δεν αρκούν πια˙ τα έργα Τέχνης μου έχουν πεθάνει μέσα μου μόλις έρθουν και πλύνουν πάλι τους τοίχους. Κολυμπάω προς το παντζούρι. Το σπίτι με κρατάει αλλά κολυμπάω ενάντια στην αντίσταση του και το παντζούρι έρχεται όλο και πιο κοντά. Μόλις το φτάσω, εκεί θα πρέπει να συγκεντρωθώ για να βγω, και μόλις βγω, θα είμαι άνθρωπος. Έτσι λένε οι ελάχιστοι κανόνες που συντηρούν τούτο τον σκοτεινό κόσμο: Αν δραπετεύσω, θα είμαι αληθινός άνθρωπος. Θα έχω ξεχάσει. Θα νομίζω πως γεννήθηκα αθώα. Οι αληθινοί άνθρωποι έχουν και μια γνωστή ιστορία γι' αυτόν τον κανόνα: ''Πινόκιο''. Στην ιστορία, ένα τέρας, μια φρικιαστική μαριονέτα που μιλάει, δραπετεύει από τη δική της φυλακή και γίνεται αληθινός άνθρωπος. Οι άνθρωποι έχουν ιστορίες για κάθε ιστορία που δεν θέλουν να παραδεχθούν πως είναι αληθινή. Αν βγω, θα γίνω αληθινός άνθρωπος, και την ίδια μέρα θα γεννηθεί μια ιστορία που θα μιλάει για την Ελένη, τα Έργα Τέχνης της Ελένης, και το κολύμπι της Ελένης προς το παντζούρι. Ίσως κάποια στιγμή να τη διαβάσω. Και τότε μάλλον θα συμβεί αυτό που συμβαίνει τις περισσότερες φορές στους ανθρώπους που δεν γεννήθηκαν άνθρωποι. Δεν έχει σημασία αν θα είμαι θηλυκό ή αρσενικό, τέτοια πράγματα ποτέ δεν έχουν σημασία. Όταν διαβάσω την ιστορία, θα ξέρω. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος θα έχει αποσυρθεί για λίγο, και θα είμαι μόνο εγώ, και το σπίτι πάλι. Θα θυμάμαι. Μα στη συνέχεια, θα πείσω τον εαυτό μου πως αυτή η σκέψη ήταν μια στιγμή τρέλας. Θα αφήσω την ιστορία και θα κάνω ό,τι θα έχω να κάνω εκείνη τη μέρα. Θα είμαι ένας αθώος, αληθινός άνθρωπος. Ίσως είναι καλύτερα να σταματήσεις να διαβάζεις τώρα. ___ Το παραπάνω κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη), καθώς και –μέσω της Αγγλικής του εκδοχής– στο βιβλίο MASTER'S IN CREATIVE WRITING ANTHOLOGY 2018 (εκδόσεις University of Cambridge Institute of Continuing Education). © Αλέξης Αντωνόπουλος Εικόνα από: http://i.ytimg.com/vi/kBZbE4tmie0/maxresdefault.jpg |