Γένεσις
Tα ξημερώματα βρισκόμουν κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κι από το ανοιχτό παράθυρο άκουγα τον αέρα όπως περνούσε μέσα από τα δέντρα: Μέσα από τα κλαδιά τους, μέσα από τα φύλλα τους· και άκουγα πώς ο αέρας έπαιρνε όλους αυτούς τους ήχους και τους περνούσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρό μου. Και εκείνη τη στιγμή με βρήκε μια σκέψη που μάλλον θα σε κάνει να γελάσεις.
Πως ο ήχος αυτός –ο αέρας που περνάει μέσα από τα δέντρα– ήταν το πρώτο πράγμα που δημιουργήθηκε στον κόσμο. Όχι τα δέντρα, ούτε ο ίδιος ο αέρας· μονάχα ο ήχος. Και αγάπησε τόσο τον ήχο αυτόν ο Θεός (παρηγορούσε τόσο την Ψυχή Του) που αποφάσισε στη συνέχεια να δημιουργήσει και τα δέντρα, να δημιουργήσει και τον αέρα – και υποθέτω πως το έκανε για τον ίδιο λόγο που ένα βιβλίο το οποίο αγαπάμε πολύ μπορεί να το αναζητήσουμε σε δύο διαφορετικές εκδόσεις. Και μετά έφτιαξε τον πλανήτη, τους πλανήτες, το σύμπαν, κι όλα τα σύμπαντα· για να έχουμε πάντα (για πάντα) αρκετό χώρο ώστε να χωράμε όλοι μας. Και μετά έφτιαξε εμάς: Κάποιοι με δύο πόδια, άλλοι με τέσσερα ή περισσότερα, κι ορισμένοι με ουρά· η όλη ιστορία με τις ουρές είναι αρκετά μπερδεμένη, αφού κάποιοι κουνάνε την ουρά τους όταν είναι χαρούμενοι κι άλλοι όταν είναι εκνευρισμένοι. Μα έφτιαξε εμάς, όλους εμάς, και νομίζω ότι ξέρεις γιατί το έκανε. Για να μπορεί ν' ακούει τον ήχο αυτόν μαζί μας. __
© Αλέξης Αντωνόπουλος Στις 26/6/19, έγραψα και δημοσίευσα το παραπάνω κείμενο στο Facebook προφίλ μου. Εικόνα από: https://youtu.be/4KzFe50RQkQ |