Η Απώλεια της Μουσικής
α'
Ο άνθρωπος που θέλει να πεθάνει θέλει να πεθάνει επειδή θέλει να ζήσει. Ακούγεται μια εκκωφαντική σιωπή από τα πρόσωπα που κάποτε αγάπησε (Θεέ μου λυπήσου τον, ας μην τ' αγαπάει πια) και από τα μέρη που κάποτε επισκέφθηκε (Θεέ μου λυπήσου τον, ας μην τα επισκέπτεται πια). Εκείνος ήξερε πως ο δίσκος θα παίζει μουσική –υπέροχη, θεσπέσια, μαγική μουσική– και ίσως ο δίσκος να έπαιζε για λίγο μουσική, μα πλέον δεν ακούγονται νότες, μονάχα η σιωπή. Και είναι καιρός ν' αφαιρέσει, επιτέλους, τον δίσκο. Πριν αφαιρέσει τον δίσκο ο άνθρωπος που θέλει να πεθάνει επισκέπτεται τρεις πίνακες που (κάποτε) έπαιζαν μουσική για κείνον. Οι τρεις πίνακες, περήφανοι, ο ένας δίπλα στον άλλον: Υπόσχονται τη μουσική της έμπνευσης, κάτω από τη μεγαλεπήβολη οροφή ενός αρχιτεκτονήματος που υπόσχεται τη μουσική της σωτηρίας. Όπως το περίμενε. Ούτε τα χρώματα ούτε οι τοίχοι. ''No hay banda.'' Πριν φύγει, αποφασίζει ν' αποχαιρετίσει τους πίνακες. Να τους ευχαριστήσει για τη μουσική που, κάποτε, έπαιζαν για κείνον. Και κοιτάζει τους πίνακες μα η μουσική υπάρχει μουσική υπάρχει μουσική; κάτι έχει αλλάξει τώρα δεν κοιτάζει πια τους πίνακες Οι πίνακες σιωπούν Οι τοίχοι σιωπούν μα ακούστε. Μουσική. β' Δύο ώρες μετά, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, η 19χρονη κοπέλα που σήμερα αντίκρισε για πρώτη φορά τους πίνακες έχει ξαπλώσει μετά το ντους, και σκέφτεται τον ναό. Σκέφτεται τους πίνακες, σκέφτεται την πόλη, μα περισσότερο σκέφτεται τον άντρα με το κουρασμένο πρόσωπο. Γιατί την κοίταζε τόσο συγκινημένος, τόσο έκπληκτος, ενώ εκείνη κοίταζε τους πίνακες; Λες και ήταν ο ίδιος ο ζωγράφος, ο οποίος αιώνες μετά είχε έρθει εκεί, στον ναό, να την ευχαριστήσει που επισκέφθηκε τα έργα του. ''Χμ, ίσως και να ήταν.'' Ένα απαλό χαμόγελο σχηματίζεται στο απαλό της πρόσωπο. Η κοπέλα κλείνει τα μάτια. Όταν ξυπνήσει, δεν θα αναρωτηθεί ποτέ ξανά για τον άντρα με το κουρασμένο πρόσωπο. Το νεαρό της μυαλό θα τρέχει σε άλλες ιστορίες το απόγευμα και σε άλλες το επόμενο πρωί, και κανένας έγκυρος τουριστικός οδηγός, κανένας καταξιωμένος καθηγητής, κανένα πυκνό βιβλίο δεν θα της διδάξει την Αλήθεια: Πως οι τρεις πίνακες, απεικόνιζαν εκείνη και ο ναός, εξυμνούσε εκείνη και ολόκληρο το σύμπαν είχε σταματήσει και κοιτούσε εκείνη ενώ εκείνη έσωζε με τη μουσική της τη ζωή του ανθρώπου που, κάποτε, ήθελε να πεθάνει. γ' Ο ποιητής κοιτάζει το ποίημα. Το έχει ξαναγράψει πολλές φορές. Έχει κουραστεί. Το ποίημα τον έχει στοιχειώσει, αλλά δεν έχει σημασία. Δεν θα τα καταφέρει. Το θαύμα της ομορφιάς είναι απάνθρωπο: Καμία σειρά από λέξεις, νότες, ή χρώματα δεν θα φτάσει την τελειότητα που φυλάει στις χούφτες του, το πρόσωπο που ο ποιητής κοιτάζει με τρόμο, τα μάτια που δεν φοβούνται το βλέμμα του˙ δες, είναι αληθινό το πρόσωπο, σε φιλάει κι εσύ δεν θα μπορέσεις ποτέ να το καθρεφτίσεις με λέξεις. Πώς θα μπορούσε να της το εξηγήσει; Θέλει να της το εξηγήσει, είναι υποχρέωση του να της το εξηγήσει, πρέπει να το γνωρίζει: Κάθε ποίημα που φτάνει στ' άστρα, κάθε πίνακας που ρίχνει φως στα λασπωμένα πόδια της Παρθένου, κάθε σειρά από νότες ή κινούμενες εικόνες που θυμίζουν ένα φιλί έξω απ’ τη μνήμη˙ όλα θα άξιζαν να καταστραφούν, θα ήταν αναγκαίο να καταστραφούν, αν η καταστροφή τους ήταν προϋπόθεση για το πρόσωπο της. Το στόμα του ανοίγει, αλλά οι λέξεις μένουν πίσω, στις σκέψεις. Το στόμα κλείνει πάνω στο στήθος της, γεύεται το δέρμα της. Και ο ποιητής προσεύχεται. Και είναι μια βλάσφημη προσευχή. Ας αργήσει εκείνη. Ας αργήσει λίγο ακόμα να δει τη θέση της πάνω από τα ποιήματα του. Ας αργήσει να δει το όνομα της σε αυτό το ποίημα. Ας αργήσει να καταλάβει πως η τέχνη του ανθρώπου θα την κοιτάζει και θ’ αγωνιά και στο τέλος η τέχνη του ανθρώπου πάντοτε θα χαμηλώνει το κεφάλι. ___ Το παραπάνω ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη). © Αλέξης Αντωνόπουλος Εικόνα από: http://www.milomanara.it/ |