Η Μεγάλη Δίψα
Κοιτούσε τους ανθρώπους με μάτια διψασμένα, και οι άνθρωποι τρόμαζαν από τη δίψα του. Όμως δεν ήταν δίψα για υγρά, για γεύσεις, ή για σάρκα, μα για λόγια. Λόγια που θα πρόφερε ο ίδιος. (Όχι δικά του λόγια· δεν ήξερε καν πού είχε αφήσει τις δικές του λέξεις.) Λόγια που μελετούσε, και που κάθε βράδυ τον βοηθούσαν να γυρίσει σπίτι, να κοιμηθεί: Ποιήματα. Παραμύθια. Ημερολόγια που δεν έπρεπε να έχουν εκδοθεί. Πιθανόν να είχαν διαβάσει κι εκείνοι τα λόγια, μα, βλέπετε, δεν τα είχαν ακούσει από τη φωνή του. Δεν είχαν ακούσει πώς αλλάζει η φωνή του ενώ διαβάζει σε μια ψυχή· πώς η φωνή του μαλακώνει, πώς γίνεται γενναία.
Κοιτούσε τους ανθρώπους, διψούσε, ήθελε ν’ αλλάξουν τη φωνή του. Να γίνει όμορφος. Όμορφος. Όμορφος. __ © Αλέξης Αντωνόπουλος Εικόνα από: Night Train to Lisbon (ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Pascal Mercier) |