Στο Πάρκο
(Για τα γενέθλια της.)
i.
Είμαστε ακόμα σ' εκείνο το πάρκο. Εγώ είμαι εκεί, και εσύ είσαι στην αγκαλιά μου, και τα κινητά μας είναι κλειστά. Oι δουλειές μας μας ψάχνουν. Ας ψάχνουν. Είμαστε ακόμα σ' εκείνο το πάρκο. Τα ονόματα μας έχουν ανέβει στη LiFO με ασπρόμαυρες φωτογραφίες όπου χαμογελάμε, με μαρτυρίες από παλιούς συμμαθητές που μας είχαν χεσμένους, με αναφορές στα τελευταία μας posts στο Facebook. Ας ψάχνουν. Είμαστε ακόμα σ' εκείνο το πάρκο. Η καινούργια είδηση είναι ότι σε απήγαγα. (Το μούσι, βλέπεις.) Όχι, πριν λίγο τ’ άλλαξαν – και καλά με σκότωσες και τώρα ταξιδεύεις με περούκα. (Το βλέμμα σου ενώ καπνίζεις, βλέπεις.) Εμείς είμαστε ακόμα σ' εκείνο το πάρκο. Τους ακούμε να ουρλιάζουν τα ονόματα μας, από μακριά. Ουρλιάζουν το δικό σου. Ουρλιάζουν το δικό μου. Και γελάμε. Όμως οι στίχοι δεν αρκούν για να σε πείσω. Δεν είμαστε ακόμα σ’ εκείνο το πάρκο. ii. Όταν είσαι γεροπαράξενη (αντί για απλώς παράξενη) κι εμένα μού έχουν κάνει μια απ’ αυτές τις άθλιες κηδείες όπου οι παρευρισκόμενοι (αν έρθουν) έρχονται για το PR θα έχω ορισμένες εξηγήσεις να δώσω. Εκείνος (ξέρεις, Εκείνος) θα με ρωτήσει γιατί δεν έμεινα στο πάρκο γιατί δεν σε άφησα να κοιμηθείς εκεί γιατί δεν με άφησα να κοιμηθώ εκεί γιατί σταμάτησα να μετράω τις φακίδες. Θα Του πω για τις δουλειές. Θα με ξαναρωτήσει. Θα Του πω για τις σπουδές. Θα με ξαναρωτήσει. Θα Του πω για τις φιλοδοξίες. Θα με ξαναρωτήσει. Σ' εκείνο το σημείο, αν οι νεκροί μπορούν να κλάψουν θυμωμένοι θα κλάψω θυμωμένος. "Γιατί θα έπρεπε ν' αφήσω όλα τ' άλλα!" θα φωνάξω. Και τότε θα με κοιτάξει με πρόσωπο σκληρό. Πρώτα θα νιώσω ξανά το χάδι σου στην πλάτη μου· θα δακρύσω μπροστά Του όπως δάκρυζα μπροστά σου· έπειτα θα μου δείξει όλα τ' άλλα. "Ναι" θα μου απαντήσει. "Ναι. Θα έπρεπε." |