Πριν από χιλιάδες χρόνια
ένας θνητός λαχταρούσε τον Όλυμπο.
Ήταν ποιητής. Άρα ήταν τρελός.
Επιθυμούσε να βαδίσει στα χνάρια των Αθάνατων
να φάει από τα εδέσματά τους,
να μοιραστεί το νέκταρ τους
να μάθει τι εστί Θεός.
«Τότε», έλεγε στους λίγους φίλους του, «τότε
ίσως και να μάθω τι εστί Άνθρωπος».
Οι φίλοι γελούσαν. Εκείνος δεν μιλούσε άλλο.
Ένα απόγευμα, ενώ περπατούσε
ζήτησε από τη Φύση, τη μόνη του παρηγοριά
τη μόνη του Φίλη
να του δείξει τον δρόμο προς την πηγή του θείου.
«Να γνωρίσω έναν Θεό προτού γεράσω».
Η Φύση εκπλήρωσε την επιθυμία.
Στο επόμενό του βήμα
ένα ξέφωτο παρουσιάστηκε
κι ο αγαθός βλάσφημος πέρασε με δέος.
Τα βήματα συνεχίζονταν, ολοένα και πιο εξαντλητικά.
Τα δέντρα λιγόστευαν· πέτρα και χώμα έπαιρναν τη θέση τους
ξερή απλότητα στόλιζε το θρυλικό τοπίο.
Έφτασε στην κορυφή.
Με το κοφτερό του βλέμμα
προσπάθησε να εντοπίσει μορφές θείες.
Ανάθεμα. Ούτε καν μύγες στον ορίζοντα.
«Δεν μπορώ να εγκαταλείψω. Η ανηφόρα ήταν μεγάλη».
Ο ποιητής περίμενε.
Ο Όλυμπος νύχτωσε.
Τ' αστέρια τού κρατούσαν συντροφιά. Το αγέρι επίσης.
Ρώτησε το αγέρι, τ' αστέρια,
τη μεγαλειώδη του Συντρόφισσα
γιατί δεν του είπε την αλήθεια.
«Μου υποσχέθηκες πως θα υπάρχουν Θεοί.
Με κορόιδεψες!»
Δεν σε κορόιδεψα. Η απάντηση δεν ακούστηκε,
όμως δόθηκε.
«Ψέματα! Δεν βρίσκεται ούτε ένας Θεός εδώ πάνω!»
Βρίσκεται.
Απόψε βρίσκεται.
___
Το παραπάνω ποίημα αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica).
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Εικόνα από: http://s388.photobucket.com/user/becky_is_a_star_94/media/night-sky.jpg.html