Παράδεισος
Προσπάθησα να ονειρευτώ το Φως.
Προσπάθησα να αγγίξω την Αλήθεια. Προσπάθησα να δημιουργήσω τον δικό μου Παράδεισο. Τα κατάφερα˙ μία εικόνα από το Φως, τον Παράδεισο, πλημμυρισμένη από Αλήθεια, έφτασε στα όνειρα μου. Φως πάνω σ’ ένα λουλούδι από έναν κήπο κάπου εκεί όπου οι άγγελοι γεννιούνται. Μα η τελετή σταμάτησε. Γιατί τρόμαξα. Και καταράστηκα το λουλούδι. Και το ξερίζωσα. Και το πάτησα. Και σημάδεψα τα πρόσωπα των αγγέλων. Οι αντίχειρες μου τους έλιωσαν τα μάτια. Ξύπνησα. Κατάλαβα εκείνο που χρόνια αποφεύγω. Ναι, το ήξερα από πάντα. Θεέ μου Σου εύχομαι να βλέπεις τον Υιό Σου να σταυρώνεται μάταια κάθε μέρα κάθε βράδυ μέχρι και η τελευταία αιωνιότητα Σου να τελειώσει. Θεέ μου πόσο Σε μισώ. Σχεδόν ίσα με μένα. Οι ψίθυροι που έβαζαν σε πειρασμό τον Μεσσία στην έρημο των σαράντα άθλων πήγαζαν από το στόμα του Πατέρα Του. Φως και Σκοτάδι. Το ένα και το αυτό. Έτσι ήταν πάντα. Μην εκπλήσσεσαι. Το ήξερες κι Εσύ. Εσύ που αυτές τις γραμμές διαβάζεις. ___ Το παραπάνω ποίημα αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica). © Αλέξης Αντωνόπουλος Εικόνα από: http://commons.wikimedia.org/wiki/File:The_Wounded_Angel_-_Hugo_Simberg.jpg |