Στην Πέτρινη Πόλη
Βράδυ στην Πέτρινη Πόλη.
Η ξεναγός μου με οδηγεί μέσα από σοκάκια ακόμα βρεγμένα απ’ τη βροχή.
Περνάμε εστιατόρια με εύθυμες μελωδίες κιθάρας και ζεστό κρασί
ώστε να φτάσουμε κάθε φορά και σ’ ένα διαφορετικό μνημείο:
Αντιαισθητικά ερείπια που δεν μου λένε απολύτως τίποτα.
Δεν μπορώ να διαβάσω τη γλώσσα των επιγραφών τους,
δεν μπορώ να φανταστώ τι αναπαριστούσαν αρχικά,
δεν με πολυενδιαφέρει κιόλας.
Το περήφανο χαμόγελο της ξεναγού με ειδοποιεί πως αυτή ήταν η τελευταία στάση.
Τώρα πηγαίνουμε σπίτι της.
Παίρνουμε ένα μονοπάτι, το πιο σύντομο λέει.
Σε κάθε της βήμα προσπαθεί να με πείσει να δω την ομορφιά εκεί που εκείνη την είδε.
Δεν θέλω να τη στεναχωρώ, δεν θέλω και να της πω ψέματα.
Νερό τρέχει. Κάπου.
Την παρακαλάω να μ’ ακολουθήσει. Προχωράμε.
Ούτε μια λάμπα στον έρημο δρόμο. Προχωράμε.
Το σκοτάδι το φανερώνει.
Ένα σιντριβάνι.
Μια επίπεδη πλάκα τεσσάρων περίπου μέτρων ορθωμένη,
με το νερό να κυλάει γλυκά πάνω της.
Εγώ, εκείνη, και το απαλό κελάηδισμα της κατασκευής.
«Τι είναι;»
«Ένα πράγμα που έφτιαξαν φέτος. Είναι περίεργο,
δεν μπορώ να το κατηγοριοποιήσω».
Ενώ το βλέμμα μου ταξιδεύει στις διαδρομές της πέτρας,
προσέχω πως μια ρωγμή δεν είναι ρωγμή, αλλά σκαλισμένη λέξη.
«Κάτι γράφει».
«Ναι… Κάτι γράφει. Δεν θυμάμαι τι. Και δεν έχει φως για να δω».
Πλησιάζω τη λέξη. Την αγγίζω.
Ακολουθώ τη δική της διαδρομή.
Το νερό με βοηθάει να την αισθανθώ καλύτερα.
Μένω στο τελευταίο γράμμα. Λέξη, νερό, και το χέρι μου.
«Τι; Κατάλαβες τι γράφει;»
«Ναι. “Αλήθεια”. Γράφει “Αλήθεια”».
___
Το παραπάνω ποίημα αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica).
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Εικόνα από: http://cxogf.com/2011/07/13/sessions-free-of-vendor-influence/
Η ξεναγός μου με οδηγεί μέσα από σοκάκια ακόμα βρεγμένα απ’ τη βροχή.
Περνάμε εστιατόρια με εύθυμες μελωδίες κιθάρας και ζεστό κρασί
ώστε να φτάσουμε κάθε φορά και σ’ ένα διαφορετικό μνημείο:
Αντιαισθητικά ερείπια που δεν μου λένε απολύτως τίποτα.
Δεν μπορώ να διαβάσω τη γλώσσα των επιγραφών τους,
δεν μπορώ να φανταστώ τι αναπαριστούσαν αρχικά,
δεν με πολυενδιαφέρει κιόλας.
Το περήφανο χαμόγελο της ξεναγού με ειδοποιεί πως αυτή ήταν η τελευταία στάση.
Τώρα πηγαίνουμε σπίτι της.
Παίρνουμε ένα μονοπάτι, το πιο σύντομο λέει.
Σε κάθε της βήμα προσπαθεί να με πείσει να δω την ομορφιά εκεί που εκείνη την είδε.
Δεν θέλω να τη στεναχωρώ, δεν θέλω και να της πω ψέματα.
Νερό τρέχει. Κάπου.
Την παρακαλάω να μ’ ακολουθήσει. Προχωράμε.
Ούτε μια λάμπα στον έρημο δρόμο. Προχωράμε.
Το σκοτάδι το φανερώνει.
Ένα σιντριβάνι.
Μια επίπεδη πλάκα τεσσάρων περίπου μέτρων ορθωμένη,
με το νερό να κυλάει γλυκά πάνω της.
Εγώ, εκείνη, και το απαλό κελάηδισμα της κατασκευής.
«Τι είναι;»
«Ένα πράγμα που έφτιαξαν φέτος. Είναι περίεργο,
δεν μπορώ να το κατηγοριοποιήσω».
Ενώ το βλέμμα μου ταξιδεύει στις διαδρομές της πέτρας,
προσέχω πως μια ρωγμή δεν είναι ρωγμή, αλλά σκαλισμένη λέξη.
«Κάτι γράφει».
«Ναι… Κάτι γράφει. Δεν θυμάμαι τι. Και δεν έχει φως για να δω».
Πλησιάζω τη λέξη. Την αγγίζω.
Ακολουθώ τη δική της διαδρομή.
Το νερό με βοηθάει να την αισθανθώ καλύτερα.
Μένω στο τελευταίο γράμμα. Λέξη, νερό, και το χέρι μου.
«Τι; Κατάλαβες τι γράφει;»
«Ναι. “Αλήθεια”. Γράφει “Αλήθεια”».
___
Το παραπάνω ποίημα αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica).
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Εικόνα από: http://cxogf.com/2011/07/13/sessions-free-of-vendor-influence/