Μίλκα
Έγραψα την ιστορία που ακολουθεί ως δώρο γενεθλίων για μια φίλη μου· μια σπουδαία ποιήτρια, κι έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου. Στην ιστορία εμφανίζεται εκείνη και –προφανώς– η αξιολάτρευτη της γάτα.
Η Μίλκα ήξερε πάρα πολύ καλά ότι οι γάτες δεν πρέπει να διαβάζουν. Δεν είχε συναντήσει γάτα που να διαβάζει, δεν είχε ακουστά γάτα που να διαβάζει· η Μίλκα όμως ήταν μια γάτα που ήξερε να διαβάζει. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Μίλκα απολάμβανε το διάβασμα. Είτε διάβαζε καταλόγους από delivery ενώ φαντασιωνόταν (ακόμα περισσότερους) λαχταριστούς μεζέδες, είτε ανέτρεχε στην ποίηση του William Blake για να συλλάβει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο ανθρώπινο και το Θείο, η ουσία ήταν μία: Όταν η Κατερίνα έλειπε από το σπίτι, η Μίλκα διάβαζε, και διάβαζε, και διάβαζε. Στη συνέχεια έβαζε όλα τα βιβλία πίσω στην ίδια θέση που τα είχε βρει: H Μίλκα ήξερε πάρα πολύ καλά ότι οι γάτες δεν πρέπει να διαβάζουν· δεν ήταν σίγουρη γιατί οι γάτες δεν πρέπει να διαβάζουν, αλλά δεν ήταν και διατεθειμένη να το ρισκάρει.
Το μεγάλο παράπονο της Μίλκα ήταν ότι δεν μπορούσε να γράψει. Η έμπνευση ήταν εκεί, κάθε μέρα σκαρφιζόταν μεγαλειώδεις στίχους που θα έκαναν τον Δάντη να πρασινίσει από τη ζήλια του – όμως η μπροστινή δεξιά πατούσα δεν μπορούσε να πιάσει το μολύβι. Φοβάμαι πως το ίδιο ίσχυε και για την μπροστινή αριστερή πατούσα. Σήμερα η Μίλκα ήταν πραγματικά έξω φρενών, αφού ήθελε να γράψει ένα ποίημα για να πει Χρόνια Πολλά στην Κατερίνα. Ήθελε να της γράψει ότι ο λόγος που τα βράδια ανεβαίνει στο κρεβάτι κι έρχεται στην αγκαλιά της να κοιμηθεί δεν είναι επειδή τη βολεύει· χίλιες φορές ο καναπές. Δεν υπάρχει τίποτα το πρακτικό στις αγκαλιές, είτε είσαι τετράποδο είτε είσαι δίποδο· κάθε φορά που η Μίλκα έβλεπε ανθρώπους να αγκαλιάζονται, σκεφτόταν πως θα ήταν πιο αξιοπρεπές να χαϊδεύει ο ένας τον σβέρκο του άλλου. Αν μονάχα μπορούσε να πιάσει το καταραμένο μολύβι, θα μπορούσε να της εξηγήσει. Η Κατερίνα γύρισε σπίτι εξαντλημένη από την ημέρα που επιτέλους είχε τελειώσει. Βαριόταν απίστευτα να γιορτάζει τα γενέθλια της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς: H Κατερίνα ήξερε πάρα πολύ καλά ότι οι άνθρωποι πρέπει να γιορτάζουν τα γενέθλια τους· δεν ήταν σίγουρη γιατί οι άνθρωποι πρέπει να γιορτάζουν τα γενέθλια τους, αλλά δεν ήταν και διατεθειμένη να το ρισκάρει. Η Μίλκα έτρεξε στην Κατερίνα, η Κατερίνα έπαιξε με τη Μίλκα. Μετά από λίγο, η Κατερίνα πήρε ένα βιβλίο ποίησης, έκατσε στο μπαλκόνι, άναψε ένα τσιγάρο (τον κακό της τον καιρό, η Κατερίνα), διάβασε δύο ποιήματα, το δεύτερο την έκανε να δακρύσει, η Μίλκα είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, η Κατερίνα άναψε κι άλλο τσιγάρο (ρε Κατερίνα, έλεος), μελέτησε τους περαστικούς, έφτιαξε ιστορίες γι' αυτούς και τους έκανε πιο όμορφους (τους έκανε πιο όμορφους για πάντα), νύσταξε, χασμουρήθηκε, σηκώθηκε. Κοίταξε τη Μίλκα ενώ κοιμόταν πάνω στον καναπέ, της είπε "Χαζή γάτα!" (της έλεγε ότι την αγαπάει), και κατευθύνθηκε στο κρεβάτι. Όταν έσβησαν τα φώτα, η Μίλκα ξύπνησε. Είχε ονειρευτεί τον βολικό αυτόν καναπέ – τα μαξιλάρια του, τον θρόνο που δημιουργούσε το κάθε κομμάτι του επίπλου για την αριστοκρατική ουρά της. Η Κατερίνα ήδη κοιμόταν. Θα έπαιζε ξανά με τη Μίλκα σε οχτώ ώρες περίπου. Ένα κουδουνάκι ακούστηκε στην κρεβατοκάμαρα· το κουδουνάκι στο περιλαίμιο της Μίλκα, κι ένας άτσαλος ήχος ενώ ανέβηκε άτσαλα στο κρεβάτι. Πλησίασε την Κατερίνα. Η Κατερίνα θα έπαιζε ξανά με τη Μίλκα σε οχτώ ώρες περίπου. Η Μίλκα ξάπλωσε κι απόψε στην αγκαλιά της. Οχτώ ώρες ήταν πάρα πολλές. (Ο καναπές πάντως ήταν όντως πιο βολικός.) Η Μίλκα έκλεισε τα μάτια της, κι αν οι γάτες μπορούσαν να χαμογελάσουν, η Μίλκα θα χαμογελούσε. Η Κατερίνα θα έπαιζε ξανά με τη Μίλκα σε οχτώ ώρες περίπου. Η Μίλκα όμως είχε ήδη αρχίσει να ονειρεύεται, και θα έπρεπε να περιμένει περίπου δυο λεπτά ακόμα για να παίξει ξανά με την Κατερίνα. __ © Αλέξης Αντωνόπουλος Φωτογραφίες τραβηγμένες από την Κατερίνα. |