Η Ιστορία του Πρίγκιπα
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό Παλάτι, κρυμμένο μέσα σ’ ένα Δάσος που είχες περπατήσει πριν πολλά χρόνια, ζούσε ένας Πρίγκιπας. Ο πατέρας του, ο Βασιλιάς, τον αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, και το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να προσφέρει στον γιο του ήταν το ίδιο τους το σπίτι: Κάθε πίνακας, πολυέλαιος και καθρέφτης στο παλάτι, κάθε χαλί ή πιάτο, κάθε εκατοστό του παλατιού τέλος πάντων, είχε επιλεχθεί από τον Πρίγκιπα, για τον Πρίγκιπα, για την παντοτινή ευτυχία του Πρίγκιπα.
Τα μεσημέρια, αφού ο κληρονόμος είχε φάει, είχε περπατήσει στους διαδρόμους θαυμάζοντας τα σπάνια έργα Τέχνης και είχε εξασκηθεί στη ξιφασκία (άθλημα το οποίο λάτρευε αρκεί να μη χρειαζόταν ποτέ να κόψει αληθινό λαιμό), το Δάσος γύρω από το βασίλειο υποδεχόταν τον νεαρό μας ήρωα, ο οποίος επιτύγχανε να χαθεί ανάμεσα στα σοφά δέντρα. Άκουγε τα αγγέλματα της φύσης όπως τα έφερναν τ’ ακούσματα της, γνώριζε τον εαυτό του στο άρωμα της γης, και ο ουρανός του ορκιζόταν πως σε κάθε κλαρί, πέτρα, λίμνη που ο ήλιος βαφτίζει, υπάρχει ασύλληπτη χαρά.
Όταν οι πρώτες σκιές σκαρφάλωναν στον ουρανό, ο Πρίγκιπας ήξερε πως έπρεπε να βρει τον δρόμο του πίσω στο Παλάτι. Ο Βασιλιάς τού είχε απαγορέψει να περιπλανιέται στο Δάσος τη νύχτα και ο υπάκουος εξερευνητής είχε μάθει ν’ αποφεύγει το σούρουπο, παραμένοντας στους φωτισμένους χώρους του Παλατιού μέχρι οι πρώτες ηλιαχτίδες να ζεστάνουν ξανά τη ζωή.
Η εντολή αυτή ήταν ντυμένη με προστασία απέναντι σε οποιονδήποτε κίνδυνο θα μπορούσε να απειλήσει το μονάκριβο παιδί του πονόψυχου ηγέτη. Όπως όλοι οι κανόνες, έτσι κι ο συγκεκριμένος στηριζόταν σε έναν απλό μάθημα που είχε περάσει από πατέρα σε γιο: Το Σκοτάδι είναι κάτι επικίνδυνο, κάτι τρομερό, που μεταμορφώνει πρίγκιπες σε τελώνια, καταραμένα να βασανίζουν εαυτό και άλλους μέχρι το φεγγάρι να γίνει πάλι ήλιος.
Ο Πρίγκιπας λοιπόν συνέχιζε τις περιπέτειες του στην αγαλλίαση της ημέρας.
Για εβδομάδες.
Για μήνες.
Για έτη.
Για δεκαετίες.
Οι ακτίνες έκαιγαν ξανά και ξανά το κρανίο του ήρωα, δίχως το δέρμα του ν’ ανακουφίζεται από την επουλωτική δροσιά της νύχτας. Το Φως τον τύφλωνε ενώ μπορούσε να δει˙ ήταν πολύ το Φως, πάρα πολύ, και ήταν το μόνο που του επιτρεπόταν να ανακαλύψει στις περιπέτειες του.
Μέχρι που το τέκνο του Βασιλιά αρρώστησε. Η ασθένεια ήταν τόσο φρικιαστική που κανένας μάγος δεν μπορούσε να την εξοντώσει. Το φαρμάκι, βλέπεις, που δηλητηρίαζε τον Πρίγκιπα, δεν έτρεχε στο σώμα, αλλά στην ψυχή του. Κλείστηκε στην κάμαρα του, δίχως ούτε ένα κερί αναμμένο, βυθισμένος σε Σκοτάδι βαθύτερο κι από εκείνο του πιο τρομερού Δάσους, ενώ τα βράδια έμενε άγρυπνος προσπαθώντας να ξεχάσει τις σαγηνευτικές υποσχέσεις της νύχτας.
Ο πατέρας του πονούσε. Ορμούσε τα πρωινά και τραβούσε τις κουρτίνες, στέλνοντας τον ήλιο να εξαγνίσει το κρεβάτι όπου βρισκόταν ξαπλωμένος ο γιός του. Η απάντηση; Σπαραχτικές εκκλήσεις να καλυφθούν τα παράθυρα, να αγοραστούν νέες κουρτίνες, από πιο παχύ ύφασμα που θα κρατάνε το δωμάτιο δροσερό, που θα εμποδίζουν τη μέρα να μπει.
Ένα βράδυ, ο Πρίγκιπας κατάλαβε πως πέθαινε. Η ψυχή του ήταν ήδη νεκρή, οπότε το σώμα είχε αποφασίσει να την ακολουθήσει. Τα μάτια του ήταν σακουλιασμένα, αρρώσταινε κάθε δεύτερη εβδομάδα, η φωνή του είχε βραχνιάσει, κουραζόταν από την παραμικρή κίνηση. Ήταν ένας αργός θάνατος, όμως πέθαινε. Πέθαινε από γηρατειά ενώ ήταν νέος. Πέθαινε.
Εκείνο το βράδυ, οραματιζόμενος τις νύχτες που είχε χάσει, ονειρεύτηκε τις νύχτες που θα έχανε. Σηκώθηκε, έριξε τις βαριές κουρτίνες, έσπασε το παράθυρο. Σκαρφάλωσε προσεχτικά προς τον κήπο και στη συνέχεια έτρεξε πέρα από τις πύλες του Παλατιού, στο κατασκότεινο δάσος που τον προσκαλούσε.
Ξαφνικά τα διδάγματα του πατέρα επέστρεψαν στις σκέψεις του. Τα δέντρα είχαν μεταμορφωθεί σε ανθρωποειδή τέρατα που απειλούσαν να τον γδάρουν με τα κλαριά τους. Τα λουλούδια, σε κάθε άγγιγμα τους ενώ περνούσε ανάμεσα τους, απέδιδαν απύθμενο τρόμο. Για να μην ξεχάσουμε το χειρότερο απ’ όλα, το βασανιστήριο που έκανε τον φίλο μας να ψάχνει μάταια τον δρόμο της επιστροφής μέσα στον νυχτερινό λαβύρινθο˙ αναφέρομαι φυσικά στη σιωπή.
Ποτέ δεν είχε αφουγκραστεί τόση εκκωφαντική ησυχία. Παλιότερα οι ήχοι των πουλιών τον συνόδευαν πιστά στις πρωινές επιδρομές, ενώ τα βράδια τη θέση έπαιρναν οι συζητήσεις με τον πατέρα, τα γέλια, η μουσική. Και τον τελευταίο καιρό, σειρά είχαν τα ατελείωτα βήματα του, τα ακατανόητα μουρμουρητά του, οι κραυγές του.
Όχι πια. Όλες οι συνοδείες είχαν αποσυρθεί, τις είχε διώξει.
Ήταν μόνος.
Πρώτη φορά στη ζωή του ήταν μόνος με τέτοιον τρόπο. Θα έπρεπε να έχει ακροαστεί τη σιωπή νωρίτερα˙ είχε πολλά να του πει.
Τον στεναχώρησε η σκέψη. Άρχισε να κλαίει.
Ένα αεράκι φύσηξε σαν για παρηγοριά. Ίσως και να ήταν παρηγοριά.
Το αεράκι τον έπεισε ν’ ανοίξει τα μάτια.
Τον έπεισε να δει.
Τα δέντρα είχαν μεταμορφωθεί σε πυλώνες ναών που του υπόσχονταν Αλήθεια. Τα λουλούδια, σε κάθε άγγιγμα τους ενώ περνούσε ανάμεσα τους, έδιναν μικρά φιλιά.
Το Σκοτάδι τον είχε μεταφέρει σ’ ένα άλλο Δάσος, σ’ ένα άλλο Βασίλειο, σ’ έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο για τον οποίο δεν γνώριζε τίποτα. Ακόμα.
Θα επέλεγε τι τον συγκινεί. Θα επέλεγε τι τον απωθεί. Θα μάθαινε. Τόσο το πρωί με το Φως, όσο και τη νύχτα με το Σκοτάδι. Θα ζούσε όπως δεν έζησε ποτέ.
Θα ζούσε, γιατί είχε βρει ένα καινούργιο Φως εκεί που το αρνιόταν.
Θα ζούσε, γιατί είχε επιτέλους αναστηθεί.
___
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica).
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Εικόνα από το βιβλίο KNOCK AT THE DOOR.
Τα μεσημέρια, αφού ο κληρονόμος είχε φάει, είχε περπατήσει στους διαδρόμους θαυμάζοντας τα σπάνια έργα Τέχνης και είχε εξασκηθεί στη ξιφασκία (άθλημα το οποίο λάτρευε αρκεί να μη χρειαζόταν ποτέ να κόψει αληθινό λαιμό), το Δάσος γύρω από το βασίλειο υποδεχόταν τον νεαρό μας ήρωα, ο οποίος επιτύγχανε να χαθεί ανάμεσα στα σοφά δέντρα. Άκουγε τα αγγέλματα της φύσης όπως τα έφερναν τ’ ακούσματα της, γνώριζε τον εαυτό του στο άρωμα της γης, και ο ουρανός του ορκιζόταν πως σε κάθε κλαρί, πέτρα, λίμνη που ο ήλιος βαφτίζει, υπάρχει ασύλληπτη χαρά.
Όταν οι πρώτες σκιές σκαρφάλωναν στον ουρανό, ο Πρίγκιπας ήξερε πως έπρεπε να βρει τον δρόμο του πίσω στο Παλάτι. Ο Βασιλιάς τού είχε απαγορέψει να περιπλανιέται στο Δάσος τη νύχτα και ο υπάκουος εξερευνητής είχε μάθει ν’ αποφεύγει το σούρουπο, παραμένοντας στους φωτισμένους χώρους του Παλατιού μέχρι οι πρώτες ηλιαχτίδες να ζεστάνουν ξανά τη ζωή.
Η εντολή αυτή ήταν ντυμένη με προστασία απέναντι σε οποιονδήποτε κίνδυνο θα μπορούσε να απειλήσει το μονάκριβο παιδί του πονόψυχου ηγέτη. Όπως όλοι οι κανόνες, έτσι κι ο συγκεκριμένος στηριζόταν σε έναν απλό μάθημα που είχε περάσει από πατέρα σε γιο: Το Σκοτάδι είναι κάτι επικίνδυνο, κάτι τρομερό, που μεταμορφώνει πρίγκιπες σε τελώνια, καταραμένα να βασανίζουν εαυτό και άλλους μέχρι το φεγγάρι να γίνει πάλι ήλιος.
Ο Πρίγκιπας λοιπόν συνέχιζε τις περιπέτειες του στην αγαλλίαση της ημέρας.
Για εβδομάδες.
Για μήνες.
Για έτη.
Για δεκαετίες.
Οι ακτίνες έκαιγαν ξανά και ξανά το κρανίο του ήρωα, δίχως το δέρμα του ν’ ανακουφίζεται από την επουλωτική δροσιά της νύχτας. Το Φως τον τύφλωνε ενώ μπορούσε να δει˙ ήταν πολύ το Φως, πάρα πολύ, και ήταν το μόνο που του επιτρεπόταν να ανακαλύψει στις περιπέτειες του.
Μέχρι που το τέκνο του Βασιλιά αρρώστησε. Η ασθένεια ήταν τόσο φρικιαστική που κανένας μάγος δεν μπορούσε να την εξοντώσει. Το φαρμάκι, βλέπεις, που δηλητηρίαζε τον Πρίγκιπα, δεν έτρεχε στο σώμα, αλλά στην ψυχή του. Κλείστηκε στην κάμαρα του, δίχως ούτε ένα κερί αναμμένο, βυθισμένος σε Σκοτάδι βαθύτερο κι από εκείνο του πιο τρομερού Δάσους, ενώ τα βράδια έμενε άγρυπνος προσπαθώντας να ξεχάσει τις σαγηνευτικές υποσχέσεις της νύχτας.
Ο πατέρας του πονούσε. Ορμούσε τα πρωινά και τραβούσε τις κουρτίνες, στέλνοντας τον ήλιο να εξαγνίσει το κρεβάτι όπου βρισκόταν ξαπλωμένος ο γιός του. Η απάντηση; Σπαραχτικές εκκλήσεις να καλυφθούν τα παράθυρα, να αγοραστούν νέες κουρτίνες, από πιο παχύ ύφασμα που θα κρατάνε το δωμάτιο δροσερό, που θα εμποδίζουν τη μέρα να μπει.
Ένα βράδυ, ο Πρίγκιπας κατάλαβε πως πέθαινε. Η ψυχή του ήταν ήδη νεκρή, οπότε το σώμα είχε αποφασίσει να την ακολουθήσει. Τα μάτια του ήταν σακουλιασμένα, αρρώσταινε κάθε δεύτερη εβδομάδα, η φωνή του είχε βραχνιάσει, κουραζόταν από την παραμικρή κίνηση. Ήταν ένας αργός θάνατος, όμως πέθαινε. Πέθαινε από γηρατειά ενώ ήταν νέος. Πέθαινε.
Εκείνο το βράδυ, οραματιζόμενος τις νύχτες που είχε χάσει, ονειρεύτηκε τις νύχτες που θα έχανε. Σηκώθηκε, έριξε τις βαριές κουρτίνες, έσπασε το παράθυρο. Σκαρφάλωσε προσεχτικά προς τον κήπο και στη συνέχεια έτρεξε πέρα από τις πύλες του Παλατιού, στο κατασκότεινο δάσος που τον προσκαλούσε.
Ξαφνικά τα διδάγματα του πατέρα επέστρεψαν στις σκέψεις του. Τα δέντρα είχαν μεταμορφωθεί σε ανθρωποειδή τέρατα που απειλούσαν να τον γδάρουν με τα κλαριά τους. Τα λουλούδια, σε κάθε άγγιγμα τους ενώ περνούσε ανάμεσα τους, απέδιδαν απύθμενο τρόμο. Για να μην ξεχάσουμε το χειρότερο απ’ όλα, το βασανιστήριο που έκανε τον φίλο μας να ψάχνει μάταια τον δρόμο της επιστροφής μέσα στον νυχτερινό λαβύρινθο˙ αναφέρομαι φυσικά στη σιωπή.
Ποτέ δεν είχε αφουγκραστεί τόση εκκωφαντική ησυχία. Παλιότερα οι ήχοι των πουλιών τον συνόδευαν πιστά στις πρωινές επιδρομές, ενώ τα βράδια τη θέση έπαιρναν οι συζητήσεις με τον πατέρα, τα γέλια, η μουσική. Και τον τελευταίο καιρό, σειρά είχαν τα ατελείωτα βήματα του, τα ακατανόητα μουρμουρητά του, οι κραυγές του.
Όχι πια. Όλες οι συνοδείες είχαν αποσυρθεί, τις είχε διώξει.
Ήταν μόνος.
Πρώτη φορά στη ζωή του ήταν μόνος με τέτοιον τρόπο. Θα έπρεπε να έχει ακροαστεί τη σιωπή νωρίτερα˙ είχε πολλά να του πει.
Τον στεναχώρησε η σκέψη. Άρχισε να κλαίει.
Ένα αεράκι φύσηξε σαν για παρηγοριά. Ίσως και να ήταν παρηγοριά.
Το αεράκι τον έπεισε ν’ ανοίξει τα μάτια.
Τον έπεισε να δει.
Τα δέντρα είχαν μεταμορφωθεί σε πυλώνες ναών που του υπόσχονταν Αλήθεια. Τα λουλούδια, σε κάθε άγγιγμα τους ενώ περνούσε ανάμεσα τους, έδιναν μικρά φιλιά.
Το Σκοτάδι τον είχε μεταφέρει σ’ ένα άλλο Δάσος, σ’ ένα άλλο Βασίλειο, σ’ έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο για τον οποίο δεν γνώριζε τίποτα. Ακόμα.
Θα επέλεγε τι τον συγκινεί. Θα επέλεγε τι τον απωθεί. Θα μάθαινε. Τόσο το πρωί με το Φως, όσο και τη νύχτα με το Σκοτάδι. Θα ζούσε όπως δεν έζησε ποτέ.
Θα ζούσε, γιατί είχε βρει ένα καινούργιο Φως εκεί που το αρνιόταν.
Θα ζούσε, γιατί είχε επιτέλους αναστηθεί.
___
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica).
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Εικόνα από το βιβλίο KNOCK AT THE DOOR.