Απέναντι
Μια ηλικιωμένη κυρία καθόταν απέναντί μου στο τρένο τις προάλλες, μόνη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες συνομήλικες της, φορούσε ανοιχτά χρώματα˙ γαλάζιο πουκάμισο, λευκό παντελόνι, ενώ τα χέρια της συνοδευόντουσαν από βραχιόλια με διάφορα σχέδια. Σε αντίθεση με τις περισσότερες συνομήλικες της, ήταν μια ηλικιωμένη κυρία που μπορούσες να τη φανταστείς νέα. Αν μη τι άλλο, το γερασμένο πρόσωπο της ήταν το παράξενο κομμάτι της εικόνας, λες και οι ρυτίδες της πρόδιδαν μια αλλόκοτη εξέλιξη που δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Λες και κάτι είχε πάει εντελώς στραβά, κάποιος άγγελος δεν είχε κάνει τη δουλειά του, και το κορίτσι ξαφνικά είχε γεράσει.
Το κορίτσι που είχε γεράσει διάβαζε ένα βιβλίο. Το εξώφυλλο ήταν λευκό. Το βιβλίο είχε επιλεχθεί για να ταιριάζει με τα χρώματα της ή τα χρώματα της είχαν επιλεχθεί για να ταιριάζουν με το βιβλίο˙ ή μάλλον όχι, δεν υπήρχε επιλογή. Τα χρώματα της, η ίδια, το βιβλίο, όλα ήταν αναπόσπαστα κομμάτια ενός συνόλου, και κάθε κομμάτι είχε εμφανιστεί ως μια φυσική, ασυνείδητη προέκταση της ψυχής της. Δίπλα της, μια παρέα 20χρονων καθόταν και μιλούσε δυνατά. Κάθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι και της ξέφευγε ένα ενοχλημένο βλέμμα. Δεν ήταν η εκνευρισμένη ματιά μιας ηλικιωμένης που στάζει δηλητήριο για κάθε εκπρόσωπο της νεολαίας, αλλά μια ένδειξη παραπόνου και ελαφριάς απόγνωσης: Εκείνο το βαγόνι, τα γέλια, τα κινητά, η εκνευριστική φωνή που μας θύμιζε τα κενά between the train and the platform, μάλλον κι εγώ που γράφω τούτες τις λέξεις, αποτελούσαν, ας το παραδεχθούμε, προσβολή στο λευκό εξώφυλλο και τα βραχιόλια˙ αποτελούσαν προσβολή στην αισθητική της. Προσπάθησα να τη φανταστώ νέα, και όπως είπα, δεν ήταν δύσκολο. Ήταν σίγουρα πιο εύκολο από το να πιστέψω πως είχε γεράσει. Είδα τη νέα κοπέλα η οποία πάσχιζε να ανακαλύψει τον δρόμο σε ποιήματα, σε μυθιστορήματα, σε ημερολόγια πονεμένων ιδιοφυών. Οι αληθινές της φίλες θα την αγαπούσαν για τούτη την εικόνα, σίγουρα θα τη θαύμαζαν, και ίσως να είχε εμπνεύσει ορισμένα από εκείνα τα νέα κορίτσια – όμως τα λόγια των βιβλίων θα έμεναν στις καρδιές τους ως μια γλυκιά νοσταλγία όταν τα λόγια ενός ευκατάστατου, όμορφου άντρα έφταναν για να τους υποσχεθούν την παραδοσιακή, ολοκληρωμένη ζωή της γυναίκας. Η παραδοσιακή, ολοκληρωμένη ζωή της γυναίκας δεν θα έλεγε και πολλά στο κορίτσι που τώρα είχε γεράσει. Τη βλέπω στην παρτίδα ενός φλερτ και δεν μπορώ να μη χαμογελάσω. Ευγενική, δίχως να ντρέπεται να κοιτάξει τον άντρα στα μάτια, αλλά και με μια δόση ειρωνείας που θα πρέπει να της ξέφευγε όταν ήξερε πως εκείνος προσποιούταν – μπορεί να είχε τις αγνότερες προθέσεις, αλλά προσποιούταν πως ενδιαφερόταν για τις ζωγραφισμένες, τυπωμένες λέξεις που υπόσχονταν σ’ εκείνη μια άλλη, ολοκληρωμένη ζωή. Άραγε να βρέθηκε κάποτε, κάποιος που να την έπεισε; Ή κάποιος που δεν χρειαζόταν καν να την πείσει; Στο βαγόνι ήταν μόνη. Και μάλλον το πιο σημαντικό ήταν ότι διάβαζε. Ότι φορούσε ακόμα τα ίδια χρώματα, και πως οι ρυτίδες για τις οποίες ευθύνεται εκείνος ο τεμπέλης άγγελος, ήταν τα μόνα χαρακτηριστικά που μπορεί να μπέρδευαν κάποιον που την είχε αγαπήσει τότε. ___ Το παραπάνω κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΔΩ (εκδόσεις Πασιφάη). © Αλέξης Αντωνόπουλος Εικόνα από: http://cdn2.blisstree.com/wp-content/uploads/2011/06/Blisstree-hands.jpg |